γαλατούσα

γαλατούσα
η
1) женщина, у которой много молоки; 2) молодой початок, свежая кукуруза

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "γαλατούσα" в других словарях:

  • γαλατούσα — η [γάλα] 1. αυτή που έχει άφθονο γάλα 2. η γαλατόπετρα 3. (επίθ. της Παναγίας) η Γαλατιανή …   Dictionary of Greek

  • γαλατιανός — ή, ό 1. λευκός σαν γάλα, γαλατένιος 2. το θηλ. ως επίθ. «Παναγία η Γαλατιανή (ή Γαλαταριά, Γαλούσα, Γαλατούσα)» εκείνη που δωρίζει άφθονο γάλα στις γυναίκες που θηλάζουν …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»